- στρωτήρας
- ο / στρωτήρ, -ῆρος, ΝΑπλάγια δοκός τής στέγης προσαρτημένη στη μεγάλη ή κεντρική δοκόνεοελλ.δοκός στην οποία στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, κν. τραβέρσααρχ.1. δοκός η οποία τοποθετείται εγκάρσια πάνω σε άλλη2.στον πληθ. οἱ στρωτῆρεςη καλαμωτή πάνω στην οποία τοποθετείται ο πηλός και τα κεραμίδια3. παροιμ. φρ. «ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἤ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῑν» — λεγόταν για άνθρωπο μεθυσμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ.λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ε-στρω-μαι) με επίθημα -τήρ (πρβλ. σω-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.